-
1 κύρος
[кирос] ουσ. о. важныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύρος
-
2 авторитет
авторитет м το κύρος, η αυθεντία; пользоваться \авторитетом έχω κύρος* * *мτο κύρος, η αυθεντίαпо́льзоваться авторите́том — έχω κύρος
-
3 влияние
влия||ниес1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος. -
4 влияние
-я ουδ.1. επίδραση, επιρροή, επίρροια, επενέργεια•под чужим -ем κάτω από ξένη επιρροή ή την επιρροή άλλου•
благотворное влияние ευεργετική επίδραση•
влияние личности на историю η επίδραση (ο ρόλος) της προσωπικότητας στην ιστορία•
влияние солнечных лучей η επίδραση των ηλιακών ακτινών•
поддаваться -го υφίσταμαι την επίδραση, επηρεάζομαι•
оказывать влияние επιδρώ.
2. κύρος•приобрести влияние αποκτώ κύρος•
пользоваться -ем έχω κύρος, απολαμβάνω κύρους.
-
5 авторитетный
авторитетный αυθεντικός, με κύρος; αρμόδιος (компе тентный)* * *αυθεντικός, με κύρος; αρμόδιος ( компетентный) -
6 влияние
влияние с η επιρροή, η επίδραση το κύρος (авторитет) оказать \влияние επηρεάζω, ασκώ επιρροή пользоваться \влиянием έχω επιρροή* * *сη επιρροή, η επίδραση; κύρος ( авторитет)оказа́ть влия́ние — επηρεάζω, ασκώ επιρροή
по́льзоваться влия́нием — έχω επιρροή
-
7 авторитет
авторитетм1. τό κῦρος, ἡ αὐθεντικό-τητα [-ης], τό γόητρο[ν] / ἡ ἐπιρροή (влияние):пользоваться \авторитетом ἔχω κῦρος;2. (о человеке) ἡ αὐθεντία:в области физики он для нас \авторитет γιά μᾶς (αὐτός) εἶναι αὐθεντία στά ζητήματα τής φυσικής. -
8 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
9 авторитет
-а α.1. κύρος, επιρροή, επιβολή, επιβάλλον.2. άνθρωπος με κύρος. -
10 дискредитировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. ρίχνω (υποσκάπτω) το κύρος, δυσφημώ.υποσκάπτομαι (για κύρος), δυσφημούμαι. -
11 статус
η κατάσταση, η υπόσταση, η θέση, το κύρος, το στάτους (ξεν.)юридический - см. правовой -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статус
-
12 авторитетный
авторитет||ныйприл αὐθεντικός, μέ κῦρος (пользующийся авторитетом)/ ἀρμόδιος (компетентный)/ αὐταρχικός (не допускающий возражений). -
13 влиятельный
влия||тельныйприл μέ κύρος, μέ ἐπιρροή. -
14 действительность
действи́тельн||остьж1. ἡ πραγματι-κότητα [-ης]:в \действительностьости στήν πραγματικότητα·2. (сила действия) ἡ ισχύς, τό κύρος, τό ἐγκυρο[ν]:\действительностьость документа ἡ ισχύς τοῦ ἐγγραφου. -
15 непререкаемый
непререкаемыйприл ἀναμφισβήτητος (неоспоримый)/ κατηγορηματικός (не допускающий возражений):\непререкаемый авторитет τό ἀναμφισβήτητο κύρος· \непререкаемый тон τό κατηγορηματικό ὕφος. -
16 престиж
престижм τό γόητρο[ν], ἡ ἀξιοπρέπεια, τό κῦρος. -
17 ущемлять
ущемлятьнесов1. μαγγώνω, σφίγγω, πιάνω·2. перен (ограничивать, уменьшать) περιορίζω:\ущемлять чьи́-л. права περιορίζω τά δικαιώματα κάποιου· \ущемлять чьй-л. интересы βλάπτω τά συμφέροντα κάποιου· \ущемлять авторитет θίγω τό κῦρος·3. перен (оскорблять) προσβάλλω, θίγω:\ущемлять самолюбие θίγω τό φιλότιμο. -
18 авторитет
[αφταριτιέτ] ουσ. α. κύρος -
19 авторитет
[αφταριτιέτ] ουσ α κύρος -
20 авторитетный
επ. βρ: -тен, -тна, -тно.1. με κύρος, επιρροή, επιβάλλον.2. αυστηρός, αναντίρρητος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κῦρος — the elder Cyrus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῦρος — the elder Cyrus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
Κύρος ο Πανοπολίτης — (Πανόπολη Αιγύπτου ; – Κωνσταντινούπολη 457). Βυζαντινός ποιητής και αξιωματούχος. Καταγόταν από την Αίγυπτο, έζησε όμως στην Κωνσταντινούπολη όπου διορίστηκε έπαρχος (439). Με την εύνοια της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, συζύγου του Θεοδοσίου Β’,… … Dictionary of Greek
κύρος — το ους 1. ισχύς από λόγους προσωπικής αξίας, ειδικότητας ή θέσης. 2. νομική ισχύς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φέρι, Κύρος — (Ferri, Ρώμη 1634 – 1689). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Π. Κορτόνα και συνεργάστηκε μαζί του πρώτα στη Ρώμη και στη συνέχεια, από το 1659, στη Φλωρεντία στο ανάκτορο Πίτι. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου του αποτελείωσε τη διακόσμηση των… … Dictionary of Greek
Κῦρε — Κῦρος the elder Cyrus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κῦροι — Κῦρος the elder Cyrus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κῦρον — Κῦρος the elder Cyrus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek